- συνεκήδευσεν
- σύν-κηδεύωtake charge ofaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκηδεύω — ΜΑ θάβω ένα πράγμα μαζί με κάποιον («πλοῡτον ἄφθονον αὐτῷ συνεκήδευσεν», Ζωναρ.) αρχ. θάβω μαζί δύο ή περισσότερους νεκρούς … Dictionary of Greek